-λάσι

-λάσι
β' συνθετικό ουσιαστικών < μσν. -λάσι < αρχ. ἔλασις, το οποίο δηλώνει αφθονία, πλησμονή. Στη λ. ἔλασις υπήρχε η έννοια τού πλήθους τών ελαυνομένων ζώων, που εύκολα γενικεύθηκε.Παραδείγματα λέξεων με -λάσι: νεοελλ. αμπελολάσι, ανδρολάσι, βοϊδολάσι, βουκιλάσι, βρυσολάσι, γαϊδουρολάσι, γιδολάσι, γουρουνολάσι, γυμνολάσι, γυναικολάσι, ελαιολάσι, καονολάσι, κρασουλάσι, λαχανολάσι, λεμονολάσι, μερολάσι, παιδολάσι, ποντικολάσι, προβατολάσι, ρακολάσι, σταφυλολάσι, ταυρολάσι, χορταρολάσι, ψειρολάσι, ψωμολάσι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παιδολάσι — το παιδοβόλι, παιδομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λάσι* (πρβλ. ανδρο λάσι)] …   Dictionary of Greek

  • -θέμι — νεοελλ. β συνθετικό λέξεων που λειτουργεί πλέον ως επίθημα που δηλώνει ότι το πρώτο συνθετικό τής λέξης βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία («κοριτσοθέμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. θέμιον (< θέμα < τίθημι), πρβλ. εν θέμιον. Εξελίχθηκε σε επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • -λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • -μάνι — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνει πλησμονή, ότι δηλ. αυτό που δηλώνεται από το α συνθετικό συνιστά πλήθος, μεγάλη ποσότητα (πρβλ. θέμι, λάσι, λό[γ]ι). Το β συνθετικό μάνι ανάγεται πιθ. στο λατ. manus με σημ. «πλήθος, όχλος».Σύνθετα με β… …   Dictionary of Greek

  • αμπελολάσι — το πληθώρα αμπελιών, τόπος που κατακλύζεται από αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + παραγ. κατάλ. λάσι*] …   Dictionary of Greek

  • γυναικολάσι — το το γυναικομάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. γυναίκα + λάσι* (πρβλ. αντρολάσι, παιδολάσι)] …   Dictionary of Greek

  • γυφτολασιά — η και γυφτολάσι, το η γυφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυφτολασία < γύφτος + λασιά* και ο τ. γυφτολάσι < γύφτος + λάσι* (πρβλ. γυναικολάσι, παιδολάσι)] …   Dictionary of Greek

  • παπαδολάσι — το παπαδομάνι, παπαδολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + λάσι*] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”